- λῃστείας
- λῃστείᾱς , λῃστείαrobberyfem acc plλῃστείᾱς , λῃστείαrobberyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εμμένω — (AM ἐμμένω) μένω σταθερός, αμετακίνητος σε κάτι («εμμένω στην αρχική μου πρόταση», «ὁρκίοισι ἐμμενέειν», Ηρόδ.) αρχ. 1. διαμένω, ζω κάπου 2. (για συνθήκες, νόμους κ.λπ.) μένω αμετακίνητος, διαρκώ («ἐμμεῑναι τὸν νόμον», Πλάτ.) 3. παραμένω από… … Dictionary of Greek
εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… … Dictionary of Greek
καλαντζής — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Λιβαδειά. 1. Δημήτριος. Πολέμησε με το σώμα του Αθανασίου Διάκου στη Μενδενίτσα και στην Αλαμάνα και αργότερα στο πλευρό του Γκούρα, οπότε και διακρίθηκε στα Βασιλικά και στον Μαραθώνα. Πολέμησε… … Dictionary of Greek
ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… … Dictionary of Greek
ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… … Dictionary of Greek
υποθέτω — Ν 1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος») 2. (γενικά) νομίζω … Dictionary of Greek